Στο σημείο 8 του 2ου κειμένου των Θέσεων της ΚΕ αναφέρεται ότι:
«Καμιά πρόταση αστικής διαχείρισης, κεϊνσιανή ή νεοφιλελεύθερη, δεν μπορεί να ματαιώσει, να ακυρώσει τις νομοτέλειες της καπιταλιστικής παραγωγής, την αναρχία και την ανισομετρία της, την αντίθεση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και στην ατομική, καπιταλιστική ιδιοποίηση των αποτελεσμάτων της». Με αφορμή τις πρόσφατες, συγχρονισμένες καπιταλιστικές κρίσεις, εκείνη του 2007 - 2009 και την τωρινή, για την οποία τα στοιχεία δείχνουν ότι είναι η βαθύτερη, καπιταλιστική κρίση μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, πληθαίνουν οι αναφορές των αστικών επιτελείων, και σε επίπεδο ΕΕ, περί ανάγκης «αλλαγής των πολιτικών των σφιχτών δημοσιονομικών στόχων» και στην υιοθέτηση «νεο-κεϊνσιανών» «αντι-κυκλικών» οικονομικών πολιτικών. Η Γενική Διεύθυνση Οικονομικών και Χρηματοδοτικών Υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής χρησιμοποιεί ένα μακροοικονομικό μοντέλο «νεοκεϊνσιανής παράδοσης» (το «QUEST»), το οποίο, όπως αναφέρεται, στοχεύει στη «βελτιστοποίηση των ωφελειών και του κέρδους, περιλαμβανομένων των τριβών στις αγορές αγαθών, εργασίας και κεφαλαίου». Η κεϊνσιανή θεωρία που διαμορφώθηκε στις συνθήκες της μεγάλης οικονομικής κρίσης του 1929 - 1933, προβάλλει ως κύρια αιτία των περιοδικών καπιταλιστικών κρίσεων την «υποκατανάλωση», δηλαδή το γεγονός ότι οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής έχουν την εγγενή τάση να παράγουν πολύ περισσότερα από ό,τι μπορεί να απορροφηθεί από τους καταναλωτές και κατά συνέπεια ότι οι κρίσεις μπορούν να μετριαστούν ή ακόμα και να εξαλειφθούν μέσω μιας λεγόμενης «αντι-κυκλικής πολιτικής»: Περιοριστική σε περιόδους υπερπαραγωγής, και επεκτατική οικονομική πολιτική σε περιόδους κρίσεων μέσω διευρυμένων κρατικών χρηματοδοτήσεων, επέκτασης των δημόσιων έργων, μείωσης της φορολογίας και αύξησης του συνολικού μισθού, με στόχο την αντίστοιχη αύξηση της αγοραστικής - καταναλωτικής δύναμης της εργατικής τάξης.